τουρτουρίζω

τουρτουρίζω
αμετ. зябнуть, дрожать от холода

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "τουρτουρίζω" в других словарях:

  • τουρτουρίζω — τουρτουρίζω, τουρτούρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τουρτουρίζω — Ν [ταρταρίζω] τρέμω από το κρύο ή από φόβο …   Dictionary of Greek

  • τουρτουρίζω — τουρτούρισα, τρέμω από κρύο ή φόβο ή πυρετό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ριγώ — (I) ώω, Α τρέμω από το κρύο, τουρτουρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῖγος κατά το ἱδρώω (< ἱδρώς)]. (II) όω, Α τρέμω από το κρύο, κρυώνω («ῥιγοῡν τε γὰρ καὶ είναι γυμνή», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Δευτερογενής σχηματισμός από το ρ. ῥιγώω, που μαρτυρείται στη μτχ.… …   Dictionary of Greek

  • ταρταρίζω — ΜΑ [Τάρταρος] τρέμω από το κρύο, τουρτουρίζω …   Dictionary of Greek

  • τουρτούρα — η, Ν ζωολ. άλλη κοινή ονομασία τού πουλιού τρυγόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. τουρτουρίζω] …   Dictionary of Greek

  • τουρτούρισμα — το, Ν [τουρτουρίζω] το ρίγος, το τρεμούλιασμα από το κρύο …   Dictionary of Greek

  • τούρτουρας — ο, Ν το τούρτουρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. τουρτουρίζω] …   Dictionary of Greek

  • τούρτουρο — το, Ν τρεμούλιασμα από κρύο ή από φόβο. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. τουρτουρίζω] …   Dictionary of Greek

  • τρέμω — 1. αμτβ., ταράζομαι από αλλεπάλληλες μικρές κινήσεις, τουρτουρίζω, ανατριχιάζω: Τρέμουν τα χέρια του. – Τρέμει, όταν αηδιάζει. 2. ταράζομαι από φόβο, δειλιάζω: Τρέμω, όταν συλλογίζομαι το θάνατο. 3. αγωνιώ, ανησυχώ: Τρέμει για την υγεία του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»